κιοτής

κιοτής
ο
(λ. τουρκ.), πληθ.-ήδες, δειλός, άνανδρος: Στη μάχη δείχτηκε κιοτής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κιοτής — ο δειλός, φοβιτσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρ. kotu «κακός»] …   Dictionary of Greek

  • κιοτεύω — [κιοτής] 1. δειλιάζω 2. κάνω κάποιον να δειλιάσει τρομάζοντάς τον …   Dictionary of Greek

  • γκιοτής — ο ο κιοτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kotu «κακός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”